-
1 листва
-
2 крона
(дерева) η φυλλωσιά, το φύλλωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > крона
-
3 густолиственный
густолиственныйприл πυκνόφυλλος, μέ πυκνή φυλλωσιά. -
4 листва
листваж собир. τό φύλλωμα, ἡ φυλλωσιά. -
5 ботва
-ы θ.φυλλωσιά, φύλλωμα των κονδυλόρριζων. -
6 крона
-
7 листва
-ы θ.φύλλωμα, φυλλωσιά. -
8 одеть
одену, оденешь, προστκ. одень, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. одетый, βρ: одет, -а, -о.ρ.σ.μ.1. ντύνω•одеть ребнка ντύνω το παιδάκι.
|| στολίζω. || εξασφαλίζω από ρούχα•одеть свою семью ντύνω την οικογένεια μου.
2. μτφ.. καλύπτω, σκεπάζω. || τυλίγω, περιβάλλω (για ομίχλη, σκοτάδι κ.τ.τ.)•3. σκεπάζω•одеть сына •
одеялом σκεπάζω το παιδί με το πάπλωμα.
1. ντύνομαι•тепло одеть ντύνομαι ζεστά•
дурно (безвкусно) одеть ντύνομαι ακαλλαίσθητα.
|| εξασφαλίζομαι από ρούχα.2. μτφ. καλύπτομαι, σκεπάζομαι με (πρασινάδα, φυλλωσιά κ.τ.τ.). || τυλίγομαι, περιβάλλομαι (για ομίχλη σκοτάδι κ.τ.τ.).3. σκεπάζομαι (στον ύπνο)•одеялом σκεπάζομαι με το πάπλωμα.
-
9 пожухлый
επ.ξεθωριασμένος, ξέθωρος, αποχρωματισμένος. || ξηρός, ξηραμένος, μαραμένος•-ал листва μαραμένη φυλλωσιά.
-
10 трепетать
-пещу -пешешьρ.δ.1. πάλλομαι, τρεμουλιάζω, τρέμω, κουνιέμαι• κυματίζω•листва -пещет η φυλλωσιά τρεμουλιάζε ι•
флаги -пщут οι σημαίες κυματίζουν•
море -пе-щет η θάλασσα κυματίζει.
|| σπαρταρώ, σπαράζω. || μαρμαίρω, τρεμοσβήνω, τρεμοφέγγω, τρεμολάμπω, λαμπυρίζω (για φως, φωτιά). || τρεμουλιάζω (για φωνή, ήχο).2. τρέμω, με πιάνει τρεμούλα• πάλλομαιδονούμαι•он -п-щет всем шелом αυτός τρέμει, σύγκορμος (σύσσωμος)•
трепетать от гнева τρέμω από το θυμό.
|| μτφ. εμφανίζομαι, προβάλλω, διαφαίνομαι.3. μτφ. παλ. φοβούμαι πολύ, τρέμω από το αόβο•перед начальством τρέμω μπροστά στους ανωτέρους (διευθυντές, διοικητές, προϊστάμενους).
|| ανησυχώ πολύ•родители -щут за детей οι γονείς ανησυχούν πολύ για τα παιδιά.
τρέμω• ριγώ• τρεμουλιάζω.
См. также в других словарях:
φυλλωσιά — η, Ν φύλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από ένα αμάρτυρο ουσ. *φύλλωσις (< αρχ. φυλλῶ) κατά τα θηλ. σε ιά] … Dictionary of Greek
φυλλωσιά — η το φύλλωμα (βλ. λ.): Τα γυμνά λιγνοκλώνια ...και χωρίς πρασινάδες και φυλλωσιές (Κ. Παλαμάς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυλλάς — άδος, ἡ, Α 1. το φύλλωμα, η φυλλωσιά («ῥίζης γὰρ οὔσης φυλλὰς ἵκετ ἐς δόμους», Αισχύλ.) 2. κλαδί με φύλλα («δεσμὸν δ ἄδεσμον τόνδ ἔχουσα», Ευρ.) 3. σωρός, στρώμα από φύλλα («στιπτή τε φυλλὰς ὡς ἐναυλίζοντί τῳ», Σοφ.) 4. έδεσμα από χλωρά λαχανικά … Dictionary of Greek
φυλλίς — ίδος, ἡ, ΜΑ φυλλωσιά, φύλλωμα αρχ. έδεσμα από φύλλα λαχανικών, σαλάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] … Dictionary of Greek
φυλλουριά — η, Ν φύλλωμα, φυλλωσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο + κατάλ. ουριά (πρβλ. κλεφτ ουριά, λασπ ουριά)] … Dictionary of Greek
χαρουπιά — (κερατονία η κερατέα, οικογένεια λεγκουμινώδη ή κατ’ άλλους οικογένεια καισαλπινίδες, τάξη λεγκουμινώδη, δικοτυλήδονα). Δέντρο που κατάγεται από την ανατολική Μεσόγειο και ζει κατά μήκος των εύκρατων παραλιακών περιοχών της Μεσογείου. Oνομάζεται… … Dictionary of Greek
φύλλωμα — το, ατος το σύνολο των φύλλων φυτού, η φυλλωσιά, η φυλλουριά: Και φτάνουν στα φυλλώματα του πένθιμου κισσού ...οι σπουργίτες (Ι. Γρυπάρης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)